- εριστικός
- -ή, -ό (AM ἐριστικός, -ή, -όν) [ερίζω]1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.)αρχ.1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος, ο μαχητικός2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐριστικοίσκωπτική ονομασία τών φιλοσόφων τής μεγαρικής σχολής3. φρ. α) «ἐριστική τέχνη», η σοφιστική (Πλάτ.)β) «ἐριστικός συλλογισμός, λόγος» — ψευδής συλλογισμός, σόφισμα (Αριστοτ.)γ) «ἐριστικῶν τέχνη» — τίτλος έργου τού Πρωταγόρα (Διογ. Λαέρ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐριστικόν και τὰ ἐριστικάη σοφιστική.επίρρ...εριστικώς και εριστικά(AM ἐριστικῶς) με εριστική διάθεση, με εριστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.